νομοτελεστικός

νομοτελεστικός
η , ό[ν] исполнительный;

νομοτελεστικό διάταγμα — указ о начале применения закона


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "νομοτελεστικός" в других словарях:

  • νομοτελεστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εφαρμογή νόμου («νομοτελεστικό διάταγμα») 2. (το ουδ. ως κύριο όν.) το Νομοτελεστικό(ν) η προσωρινή διοίκηση τών Ελλήνων, η εκτελεστική εξουσία που συγκροτήθηκε με απόφαση τής Εθνοσυνέλευσης τής… …   Dictionary of Greek

  • νομοτελεστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εκτέλεση νόμου: Νομοτελεστικό διάταγμα. 2. το ουδ. ως ουσ., νομοτελεστικό η εκτελεστική εξουσία στα κυβερνητικά σχήματα των χρόνων της επανάστασης του 1821 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»